αναλγής

αναλγής
ης, ες см. ανάλγητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναλγής" в других словарях:

  • ἀναλγής — painless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλγής — (analges).Γένοςζώων της οικογένειας των αναλγησιδών, της τάξης των ακάρεων. Τα είδη του γένους έχουν μήκος 0,5 χιλιοστά και το τρίτο τους ζευγάρι ποδιών είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένο, σε σχέση με το σώμα τους. Γνωστότερο είδος είναι ο α. ο… …   Dictionary of Greek

  • ἀναλγῆ — ἀναλγής painless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀναλγής painless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀναλγής painless masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγεῖς — ἀναλγής painless masc/fem acc pl ἀναλγής painless masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγέα — ἀναλγής painless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀναλγής painless masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγές — ἀναλγής painless masc/fem voc sg ἀναλγής painless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγέας — ἀναλγής painless masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάλγητος — ον, Α 1. αυτός που αισθάνεται πολύ πόνο 2. ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀλγῶ «πονώ» (πρβλ. αναλγής: ανάλγητος, βαρυαλγής: βαρυάλγητος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՑԱՒ — (ի, աց.) NBH 1 0249 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. ἁναλγής doloris expers, μὴ ὁδυνώμενος non dolens, ἅπονος a labore immunis Ազատ ʼի ցաւոց. անվիշտ, եւ անախտ (ըստ մարմնոյ կամ ըստ հոգւոյ.) ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»